- μοναρταβία
- μοναρτᾰβία, ἡ,A tax of 1 artaba, PRyl.202.3 (i A. D.), POxy.1459.11 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναρταβία — μοναρταβία, ἡ (Α) [μονάρταβος] φόρος μιας αρτάβης … Dictionary of Greek